- θεωρητής
- οαυτός που θεωρεί, ελέγχει κάποιο έγγραφο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεωρητής — spectator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητής — ο (ΑΜ θεωρητής) [θεωρώ] νεοελλ. 1. υπάλληλος που έχει ως έργο να θεωρεί, να ελέγχει και να εγκρίνει δημόσια έγγραφα 2. επιμελητής κειμένων μσν. αρχ. θεατής αρχ. επιστάτης … Dictionary of Greek
θεωρητῆς — θεωρητός that may be seen fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρηταῖς — θεωρητής spectator masc dat pl θεωρητός that may be seen fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρηταί — θεωρητής spectator masc nom/voc pl θεωρητός that may be seen fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητοῦ — θεωρητής spectator masc gen sg θεωρητός that may be seen masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητῇ — θεωρητής spectator masc dat sg (attic epic ionic) θεωρητός that may be seen fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητήν — θεωρητής spectator masc acc sg (attic epic ionic) θεωρητός that may be seen fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητῶν — θεωρητής spectator masc gen pl θεωρητός that may be seen fem gen pl θεωρητός that may be seen masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρητά — θεωρητά̱ , θεωρητής spectator masc nom/voc/acc dual θεωρητής spectator masc voc sg θεωρητής spectator masc nom sg (epic) θεωρητός that may be seen neut nom/voc/acc pl θεωρητά̱ , θεωρητός that may be seen fem nom/voc/acc dual θεωρητά̱ , θεωρητός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)